Μουδκιάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

μ
Greeklish variables name replaced
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Μουδκιάζω |etymologia=από το «αιμοδιώ», δηλ. δίνω αίμα. «Μουδκιάζει το σ̌έριν μου» = α...')
 
μ (Greeklish variables name replaced)
 
(3 ενδιάμεσες εκδόσεις από 2 χρήστες δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Μουδκιάζω
   |acronym=Μουδκιάζω
   |etymologia=από το «αιμοδιώ», δηλ. δίνω αίμα. «Μουδκιάζει το σ̌έριν μου» = απονεκρώνεται προσωρινά λόγω ακινησίας
   |etymology=από το «αιμοδιώ», δηλ. δίνω αίμα.
   |simasiologia= το αίσθημα μετά από αφαίμαξη, αιμοδοσία
   |semantics= το αίσθημα μετά από αφαίμαξη, αιμοδοσία
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}


Γραμμή 9: Γραμμή 9:


==Ετυμολογία==
==Ετυμολογία==
από το «αιμοδιώ», δηλ. δίνω αίμα. «Μουδκιάζει το σ̌έριν μου» = απονεκρώνεται προσωρινά λόγω ακινησίας
από το «αιμοδιώ», δηλ. δίνω αίμα.  
 
==Σημασιολογία==
==Σημασιολογία==
το αίσθημα μετά από αφαίμαξη, αιμοδοσία
το αίσθημα μετά από αφαίμαξη, αιμοδοσία


==Παραδείγματα==
==Παραδείγματα==
 
«Μουδκιάζει το σ̌έριν μου» = απονεκρώνεται προσωρινά λόγω ακινησίας


==Μέρος του Λόγου==
==Μέρος του Λόγου==
3.467

επεξεργασίες