Ανημπορεύκουμαι: Difference between revisions
		
		
		
		
		
		Jump to navigation
		Jump to search
		
				
		
		
	
Eleni Krekou (talk | contribs) No edit summary  | 
				m (Greeklish variables name replaced)  | 
				||
| Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη  | {{Λέξη  | ||
   |acronym= Ανημπορεύκουμαι    |    |acronym= Ανημπορεύκουμαι    | ||
   |  |    |etymology_gr=  | ||
   |  |    |semantics_gr= γίνομαι σωματικά ανίκανος  λόγω τυφλότητας, χωλότητας ή γήρατος.    | ||
   |  |    |priority_gr=  | ||
}}  | }}  | ||
Revision as of 15:49, 18 January 2024
| Ανημπορεύκουμαι | 
|---|
Ετυμολογία
Από το «ανήμπορος» = σωματικά ανίκανος.
Σημασιολογία
γίνομαι σωματικά ανίκανος λόγω τυφλότητας, χωλότητας ή γήρατος.
Παραδείγματα
«Εγέρασα τζ̌αι ανημπορεύτηκα πκιον»
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
«ανημπορκά», η = η ασθένεια, αδυναμία.
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
 - "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
 - "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
 
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις