3,467
edits
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Κουφέρτσιαση (η) |etymologia=από το «conforter» (comfort) |simasiologia=η παρηγοριά μετά από άγχος...') |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Κουφέρτσιαση (η) | |acronym= Κουφέρτσιαση (η) | ||
| | |etymology_gr=από το «conforter» (comfort) | ||
| | |semantics_gr=η παρηγοριά μετά από άγχος ή άλλο πρόβλημα, η ψυχική και σωματική ανακούφιση | ||
| | |priority_gr= | ||
}} | }} | ||
edits