Λαντζ̌εύκει: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Λαντζ̌εύκει (με) |etymologia= |simasiologia= πονεί με |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==Σημασι...') |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym=Λαντζ̌εύκει (με) | |acronym=Λαντζ̌εύκει (με) | ||
| | |etymology_gr= | ||
| | |semantics_gr= πονεί με | ||
| | |priority_gr= | ||
}} | }} | ||
Revision as of 16:02, 18 January 2024
Λαντζ̌εύκει (με) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
πονεί με
Παραδείγματα
Εδ δκιόν τ' αγγάθθιν που άμα μπει σαπίζει… λαντζ̌εύκει σε τζ̌' απέ Κακοφορμίζει» (Δρ. Κώστας Μαρκίδης, Οι Καμοί του Χωρκάτη, Λευκωσία, 1960)
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις