Ματσ̌ιουλλίζω: Difference between revisions

m
Greeklish variables name replaced
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Ματσ̌ιουλλίζω |etymologia= |simasiologia= κάνω θόρυβο όταν μασώ το φαγητό, ο θόρυβος που κ...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Ματσ̌ιουλλίζω  
   |acronym=Ματσ̌ιουλλίζω  
   |etymologia=
   |etymology_gr=
   |simasiologia= κάνω θόρυβο όταν μασώ το φαγητό, ο θόρυβος που κάνουν οι ηλικιωμένοι χωρίς δόντια όταν τρώνε
   |semantics_gr= κάνω θόρυβο όταν μασώ το φαγητό, ο θόρυβος που κάνουν οι ηλικιωμένοι χωρίς δόντια όταν τρώνε
   |proelefsi=
   |priority_gr=
}}
}}


3,467

edits