3,467
edits
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Οκτροκαβαλλιτζ̌εμένος |etymologia= |simasiologia= εκείνος που έχει καβαλικευτεί από του...') |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Οκτροκαβαλλιτζ̌εμένος | |acronym= Οκτροκαβαλλιτζ̌εμένος | ||
| | |etymology_gr= | ||
| | |semantics_gr= εκείνος που έχει καβαλικευτεί από τους οκτρούς (δαίμονες), ο ασθενής | ||
| | |priority_gr= | ||
}} | }} | ||
edits