Πορίβκω: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
Eleni Krekou (talk | contribs) No edit summary |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym=Πορίβκω | |acronym=Πορίβκω | ||
| | |etymology_gr= | ||
| | |semantics_gr= αποσπερματώ, εκχύω σπέρμα | ||
| | |priority_gr= | ||
}} | }} | ||
Revision as of 16:09, 18 January 2024
Πορίβκω |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
αποσπερματώ, εκχύω σπέρμα
Παραδείγματα
- «Εν πορίβκει ακόμα», φρ. = δεν έφθασε σε ηλικία να εξάγει σπέρμα, είναι ακόμα παιδί
- «πορίμματα, τα» = το χυμένο σπέρμα.
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις