3,467
edits
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ποτάξαρος (ο) |etymologia= |simasiologia= έχει το σώμα του τεντωμένο σαν τόξο, δηλ. πεσμένο...') |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Ποτάξαρος (ο) | |acronym= Ποτάξαρος (ο) | ||
| | |etymology_gr= | ||
| | |semantics_gr= έχει το σώμα του τεντωμένο σαν τόξο, δηλ. πεσμένος αναίσθητος, ή και αυτός που έχει τέτανο, ακίνητος (πεθαμμένος) | ||
| | |priority_gr= | ||
}} | }} | ||
edits