3,467
edits
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σανίδωση (η) |etymologia= |simasiologia= η παράλυση, όταν κάποιος είναι ανίκανος να κινηθεί...') |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym=Σανίδωση (η) | |acronym=Σανίδωση (η) | ||
| | |etymology_gr= | ||
| | |semantics_gr= η παράλυση, όταν κάποιος είναι ανίκανος να κινηθεί, με άκαμπτα μέλη όπως τη σανίδα | ||
| | |priority_gr= | ||
}} | }} | ||
edits