Φόος: Difference between revisions
		
		
		
		
		
		Jump to navigation
		Jump to search
		
				
		
		
	
Eleni Krekou (talk | contribs)  (Νέα σελίδα με '{{Λέξη   |acronym=Φόος (o)   |etymologia=   |simasiologia= ο φόβος (από ξάφνιασμα, κίνδυνο), όταν οι δυνάμεις των δα...')  | 
				m (Greeklish variables name replaced)  | 
				||
| Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη  | {{Λέξη  | ||
   |acronym=Φόος (o)  |    |acronym=Φόος (o)  | ||
   |  |    |etymology_gr=  | ||
   |  |    |semantics_gr= ο φόβος (από ξάφνιασμα, κίνδυνο), όταν οι δυνάμεις των δαιμόνων εισέλθουν στον άνθρωπο και τον εξουσιάζουν. Ο κλονισμός ύστερα από ισχυρό τρόμο.  | ||
   |  |    |priority_gr=  | ||
}}  | }}  | ||
Revision as of 16:16, 18 January 2024
| Φόος (o) | 
|---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
ο φόβος (από ξάφνιασμα, κίνδυνο), όταν οι δυνάμεις των δαιμόνων εισέλθουν στον άνθρωπο και τον εξουσιάζουν. Ο κλονισμός ύστερα από ισχυρό τρόμο.
Παραδείγματα
Το «έφκαρμαν του φόου» είναι η θεραπεία με γητειά: Πάεις στην πρακτική, και σε βάζει πάνω από μια μεγάλη κούπα με νερό, γανωμένη, η οποία είναι στη φωτιά και βράζει. Ρίχνει μια φούχτα ζεσταμένο καλάι (δηλ κασσίτερο) και αυτό τιτσ̌ιρίζει, βγάζει καπνό και από το συνκλονισμό σού βγαίνει ο φόος. Από το σχήμα που παίρνει ο κασσίτερος δείχνει ποια είναι η αιτία του φόβου. Το νερό το άφηναν τη νύκτα να το δουν τα άστρη και μετά το έπιναν (προφορική πηγή: Λούης Περεντός)
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
 - "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
 - "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
 
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις