Χασκάσι: Difference between revisions

m
Greeklish variables name replaced
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Χασκάσι (το) |etymologia=από το χασκιάζω/χάσκω (το όπιο κάνει τον άλλο να μείνει με αν...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Χασκάσι (το)
   |acronym= Χασκάσι (το)
   |etymologia=από το χασκιάζω/χάσκω (το όπιο κάνει τον άλλο να μείνει με ανοικτό στόμα σαν αποκοιμισμένος)
   |etymology_gr=από το χασκιάζω/χάσκω (το όπιο κάνει τον άλλο να μείνει με ανοικτό στόμα σαν αποκοιμισμένος)
   |simasiologia= παπαρούνα, όπιο
   |semantics_gr= παπαρούνα, όπιο
   |proelefsi=
   |priority_gr=
}}
}}


3,467

edits