Ψητικόν: Difference between revisions
		
		
		
		
		
		Jump to navigation
		Jump to search
		
				
		
		
	
Eleni Krekou (talk | contribs)  (Νέα σελίδα με '{{Λέξη   |acronym=Ψητικόν (το)   |etymologia=   |simasiologia= αλοιφή ή φυτό ή κάτι άλλο, το οποίο «ψήνει» το απόσ...')  | 
				m (Greeklish variables name replaced)  | 
				||
| Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη  | {{Λέξη  | ||
   |acronym=Ψητικόν (το)  |    |acronym=Ψητικόν (το)  | ||
   |  |    |etymology_gr=  | ||
   |  |    |semantics_gr= αλοιφή ή φυτό ή κάτι άλλο, το οποίο «ψήνει» το απόστημα δηλ. το κάνει να ωριμάσει και να ανοίξει, να ελευθερωθεί το πύο  | ||
   |  |    |priority_gr=  | ||
}}  | }}  | ||
Revision as of 16:17, 18 January 2024
| Ψητικόν (το) | 
|---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
αλοιφή ή φυτό ή κάτι άλλο, το οποίο «ψήνει» το απόστημα δηλ. το κάνει να ωριμάσει και να ανοίξει, να ελευθερωθεί το πύο
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
 - "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
 - "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
 
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις