3,467
edits
No edit summary |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
| (6 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
| Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Φάουσα (η) | |acronym= Φάουσα (η) | ||
| | |etymology= από το «φάγουσα» (φάγωσσα), δηλ. η ασθένεια που κατατρώγει | ||
| | |semantics= φαγαίδενα, έλκος, καρκίνος (επιθηλιακό καρκίνωμα), ή και αδενική πανώλης, σαρκοφάγο έλκος που οφειλόταν ή σε καρκίνο ή σε τύπο του έρπητα ή σε σύφιλη ή σε κάποιο σαρκοφάγο βακτήριο άγνωστο στους χρόνους εκείνους ή σε άλλης αιτιολογίας γάγγραινα | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
| Line 9: | Line 9: | ||
==Ετυμολογία== | ==Ετυμολογία== | ||
από το «φάγουσα» (φάγωσσα), δηλ. η ασθένεια που κατατρώγει | |||
==Σημασιολογία== | ==Σημασιολογία== | ||
φαγαίδενα, έλκος, καρκίνος (επιθηλιακό καρκίνωμα), ή και αδενική πανώλης, σαρκοφάγο έλκος που οφειλόταν ή σε καρκίνο ή σε τύπο του έρπητα ή σε σύφιλη ή σε κάποιο σαρκοφάγο βακτήριο άγνωστο στους χρόνους εκείνους ή σε άλλης αιτιολογίας γάγγραινα | |||
==Παραδείγματα== | ==Παραδείγματα== | ||
edits