3,467
edits
m (Greeklish variables name replaced) |
|||
(9 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ | {{Λέξη | ||
|acronym= | |acronym= Αβανιά | ||
| | |etymology=Ιταλική/τουρκική/αραβική | ||
| | |semantics= Συκοφαντία | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
Line 9: | Line 9: | ||
==Ετυμολογία== | ==Ετυμολογία== | ||
Από το ιταλικό avania (=ζημιά). | |||
Από το τούρκικο avan (=δόλιος). | |||
Από το αραβικό havan (=προσβολή). | |||
==Σημασιολογία== | ==Σημασιολογία== | ||
Συκοφαντία | |||
==Παραδείγματα== | ==Παραδείγματα== | ||
Του έβγαλαν "αβανιά" ότι είναι χαρτοπαίκτης. | |||
==Μέρος του Λόγου== | ==Μέρος του Λόγου== | ||
Line 20: | Line 25: | ||
==Συγγενικές Λέξεις== | ==Συγγενικές Λέξεις== | ||
Αβάνης, αβανιάρης | |||
==Συνώνυμα== | ==Συνώνυμα== | ||
Διαβολή, δυσφήμηση, κατηγορία, κακολογία, ρετσινιά, συκοφαντία | |||
==Πηγές== | |||
*"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου |
edits