Αγγελοσ̌ιάζω: Difference between revisions
		
		
		
		
		
		Jump to navigation
		Jump to search
		
				
		
		
	
No edit summary  | 
				m (Greeklish variables name replaced)  | 
				||
| (2 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
| Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη  | {{Λέξη  | ||
   |acronym= Αγγελοσ̌ιάζω  |    |acronym= Αγγελοσ̌ιάζω  | ||
   |  |    |etymology=  | ||
   |  |    |semantics= Σεληνιάζομαι, έχω επιληψία.  | ||
   |  |    |origin=  | ||
}}  | }}  | ||
| Line 29: | Line 29: | ||
*http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α  | *http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α  | ||
*"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου  | *"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου  | ||
*"Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).  | |||
[[Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος]]  | [[Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος]]  | ||
[[Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις]]  | [[Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις]]  | ||
Latest revision as of 15:35, 22 January 2024
| Αγγελοσ̌ιάζω | |
|---|---|
| Σημασιολογία | Σεληνιάζομαι, έχω επιληψία. | 
Ετυμολογία
Σημασιολογία
Σεληνιάζομαι, έχω επιληψία.
Παραδείγματα
Ανζ̌ελοσ̌ιάστηκεν ο Ττοουλής τζ̌αι είδεν το καλόν του», φρ. (δες «καλόν»). Και «αντζελόσ̌ιασμαν»= σεληνιασμός, επίσης και η κατάσταση του ετοιμοθάνατου, όταν «βλέπει τον άγγελο του θανάτου», δηλ. τον Χάρο.
Μέρος του Λόγου
Ρήμα
Συγγενικές Λέξεις
αντζ̌ελοσ̌ιάζω
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
 - "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
 - "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
 
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις