Αρκόσ̌σ̌υλλα: Difference between revisions
		
		
		
		
		
		Jump to navigation
		Jump to search
		
				
		
		
	
m (Greeklish variables name replaced)  | 
				m (Greeklish variables name replaced)  | 
				||
| Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη  | {{Λέξη  | ||
   |acronym= Αρκόσ̌σ̌υλλα (η)  |    |acronym= Αρκόσ̌σ̌υλλα (η)  | ||
   |  |    |etymology=  | ||
   |  |    |semantics=  ο ασφόδελος, είδος φυτού σαν ματσικόριδο, για γενική υγεία  | ||
   |  |    |origin=  | ||
}}  | }}  | ||
Latest revision as of 15:36, 22 January 2024
| Αρκόσ̌σ̌υλλα (η) | |
|---|---|
| Σημασιολογία | ο ασφόδελος, είδος φυτού σαν ματσικόριδο, για γενική υγεία | 
Ετυμολογία
Σημασιολογία
ο ασφόδελος, είδος φυτού σαν ματσικόριδο, για γενική υγεία
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
αβρόσ̌σ̌ιλλα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
 - "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
 - "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
 
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις