Άτσαλη: Difference between revisions
		
		
		
		
		
		Jump to navigation
		Jump to search
		
				
		
		
	
| Eleni Krekou (talk | contribs) No edit summary | m (Greeklish variables name replaced) | ||
| (One intermediate revision by the same user not shown) | |||
| Line 1: | Line 1: | ||
| {{Λέξη | {{Λέξη | ||
|    |acronym= Άτσαλη (η) |    |acronym= Άτσαλη (η) | ||
|    | |    |etymology= | ||
|    | |    |semantics= η γυναίκα που έχει την περίοδό της | ||
|    | |    |origin= | ||
| }} | }} | ||
Latest revision as of 15:37, 22 January 2024
| Άτσαλη (η) | |
|---|---|
| Σημασιολογία | η γυναίκα που έχει την περίοδό της | 
Ετυμολογία
Σημασιολογία
η γυναίκα που έχει την περίοδό της
Παραδείγματα
Είναι αυστηρά κυπριακό έθιμο να απαγορεύεται η άτσαλη να επισκεφθεί ασθενή, διότι «τσιλλά τον άρρωστον»
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
«Ατσαλεύκουμαι» = γίνομαι άτσαλη, δηλ. έχω περίοδο.
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος
Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις