Δκιασιέλισμαν: Difference between revisions

m
Greeklish variables name replaced
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Δκιασιέλισμαν (το) |etymologia= |simasiologia= όταν γυναίκα (ή άλλο θηλυκό ζώο) η οποία έχε...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
 
(3 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Δκιασιέλισμαν (το)
   |acronym= Δκιασιέλισμαν (το)
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia= όταν γυναίκα (ή άλλο θηλυκό ζώο) η οποία έχει τα έμμηνά της ([Άτσαλη]) δρασκελίσει ένα μωρό, και επιφέρει χρόνια αρρώστια του μωρού
   |semantics= όταν γυναίκα (ή άλλο θηλυκό ζώο) η οποία έχει τα έμμηνά της ([[Άτσαλη]]) δρασκελίσει ένα μωρό, και επιφέρει χρόνια αρρώστια του μωρού
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}


Line 12: Line 12:


==Σημασιολογία==
==Σημασιολογία==
όταν γυναίκα (ή άλλο θηλυκό ζώο) η οποία έχει τα έμμηνά της ([Άτσαλη]) δρασκελίσει ένα μωρό, και επιφέρει χρόνια αρρώστια του μωρού
όταν γυναίκα (ή άλλο θηλυκό ζώο) η οποία έχει τα έμμηνά της ([[Άτσαλη]]) δρασκελίσει ένα μωρό, και επιφέρει χρόνια αρρώστια του μωρού


==Παραδείγματα==
==Παραδείγματα==
3,467

edits