Καλαθουρκασμένος: Difference between revisions

m
Greeklish variables name replaced
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καλαθουρκασμένος (ο) |etymologia= |simasiologia= αυτός που έχει αδιαθεσία, συμμαζεύει το σ...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Καλαθουρκασμένος (ο)
   |acronym= Καλαθουρκασμένος (ο)
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia= αυτός που έχει αδιαθεσία, συμμαζεύει το σώμα του και μένει ακίνητος, μικραίνει το σώμα σε σχήμα καλάθου
   |semantics= αυτός που έχει αδιαθεσία, συμμαζεύει το σώμα του και μένει ακίνητος, μικραίνει το σώμα σε σχήμα καλάθου
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}


3,467

edits