Κάπνισμα: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
m (Greeklish variables name replaced)
m (Greeklish variables name replaced)
 
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Κάπνισμα (το)
   |acronym=Κάπνισμα (το)
   |etymology_gr=  
   |etymology=  
   |semantics_gr= το κάψιμο κάποιας ύλης για θεραπεία
   |semantics= το κάψιμο κάποιας ύλης για θεραπεία
   |priority_gr=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:43, 22 January 2024

Κάπνισμα (το)
Σημασιολογία το κάψιμο κάποιας ύλης για θεραπεία




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

Παραδείγματα

«Εδάκκασεν σε ο κάμηλος, καπνίστου το μαλλίν του» δηλ. η επαφή με τον καπνό καιόμενης τρίχας ζώου θεραπεύει δάγκωμα από εκείνο το ζώο. Κατά το «ο τρώσας, ιάσεται» (Ν. Κυριαζής).

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις