Καταστάμενος: Difference between revisions
		
		
		
		
		
		Jump to navigation
		Jump to search
		
				
		
		
	
| Eleni Krekou (talk | contribs)  (Νέα σελίδα με '{{Λέξη   |acronym= Καταστάμενος (ο)   |etymologia=    |simasiologia= ο μεσήλικας/ηλικιωμένος, επίσης και «ψημένος...') | m (Greeklish variables name replaced) | ||
| (One intermediate revision by the same user not shown) | |||
| Line 1: | Line 1: | ||
| {{Λέξη | {{Λέξη | ||
|    |acronym= Καταστάμενος (ο) |    |acronym= Καταστάμενος (ο) | ||
|    | |    |etymology=   | ||
|    | |    |semantics= ο μεσήλικας/ηλικιωμένος, επίσης και «ψημένος» | ||
|    | |    |origin= | ||
| }} | }} | ||
Latest revision as of 15:44, 22 January 2024
| Καταστάμενος (ο) | |
|---|---|
| Σημασιολογία | ο μεσήλικας/ηλικιωμένος, επίσης και «ψημένος» | 
Ετυμολογία
Σημασιολογία
ο μεσήλικας/ηλικιωμένος, επίσης και «ψημένος»
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις