Κορτώννω: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Κορτώννω |etymologia=κορδώνω, στέκομαι ευθεία, αποφεύγω το καμπούριασμ |simasiologia= |p...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Κορτώννω
   |acronym= Κορτώννω
   |etymologia=κορδώνω, στέκομαι ευθεία, αποφεύγω το καμπούριασμ
   |etymology=κορδώνω, στέκομαι ευθεία, αποφεύγω το καμπούριασμ
   |simasiologia=  
   |semantics=  
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:46, 22 January 2024

Κορτώννω
Ετυμολογία κορδώνω, στέκομαι ευθεία, αποφεύγω το καμπούριασμ




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

κορδώνω, στέκομαι ευθεία, αποφεύγω το καμπούριασμ

Παραδείγματα

Λέγεται και για άτομα με επιδεικτική αυτοπεποίθηση. «Άε τον κόρτωμαν τούτον!»

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις