Λάομα: Difference between revisions

m
Greeklish variables name replaced
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Λάομα (το) |etymologia=από το αρχ. «ηλεός» |simasiologia= τρέλλα, επιληψία, σεληνιασμός |pro...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
 
(2 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Λάομα (το)
   |acronym=Λάομα (το)
   |etymologia=από το αρχ. «ηλεός»  
   |etymology=από το αρχ. «ηλεός» ή και από το αρχ. «αλάομαι»= περιφέρομαι, ευρίσκομαι σε απορία.
   |simasiologia= τρέλλα, επιληψία, σεληνιασμός
   |semantics= τρέλλα, επιληψία, σεληνιασμός
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}


Line 9: Line 9:


==Ετυμολογία==
==Ετυμολογία==
από το αρχ. «ηλεός»  
από το αρχ. «ηλεός» ή και από το αρχ. «αλάομαι»= περιφέρομαι, ευρίσκομαι σε απορία.


==Σημασιολογία==
==Σημασιολογία==
Line 15: Line 15:


==Παραδείγματα==
==Παραδείγματα==
 
*«Βουρώ σαν τον λαωμένον της Φραγκούς», φρ. = πηγαινοέρχομαι βιαστικός για επείγουσες υποθέσεις
*«Να λαώννεσαι τζ̌αι να σε τσιλλούν τζ̌αι τσιλλιμόν να μεν έσ̌εις» =να σε κρατούν κάτω όταν εχεις επιληψία (Κυπριακή Κατάρα)


==Μέρος του Λόγου==
==Μέρος του Λόγου==
3,467

edits