Λεφτοδιψώ: Difference between revisions
		
		
		
		
		
		Jump to navigation
		Jump to search
		
				
		
		
	
| Eleni Krekou (talk | contribs)  (Νέα σελίδα με '{{Λέξη   |acronym= Λεφτοδιψώ    |etymologia= από το «λεπτός»   |simasiologia= είμαι αδύνατος λόγω δίψας   |proelefsi= }}...') | m (Greeklish variables name replaced) | ||
| (One intermediate revision by the same user not shown) | |||
| Line 1: | Line 1: | ||
| {{Λέξη | {{Λέξη | ||
|    |acronym= Λεφτοδιψώ   |    |acronym= Λεφτοδιψώ   | ||
|    | |    |etymology= από το «λεπτός» | ||
|    | |    |semantics= είμαι αδύνατος λόγω δίψας | ||
|    | |    |origin= | ||
| }} | }} | ||
Latest revision as of 15:47, 22 January 2024
| Λεφτοδιψώ | |
|---|---|
| Ετυμολογία | από το «λεπτός» | 
| Σημασιολογία | είμαι αδύνατος λόγω δίψας | 
Ετυμολογία
από το «λεπτός»
Σημασιολογία
είμαι αδύνατος λόγω δίψας
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
λεφτοδίψα = η αδυναμία λόγω δίψας
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις