3.467
επεξεργασίες
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ (Greeklish variables name replaced) |
||
(2 ενδιάμεσες εκδόσεις από 2 χρήστες δεν εμφανίζονται) | |||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym=Μουδκιάζω | |acronym=Μουδκιάζω | ||
| | |etymology=από το «αιμοδιώ», δηλ. δίνω αίμα. | ||
| | |semantics= το αίσθημα μετά από αφαίμαξη, αιμοδοσία | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
Γραμμή 14: | Γραμμή 14: | ||
==Παραδείγματα== | ==Παραδείγματα== | ||
«Μουδκιάζει το σ̌έριν μου» = απονεκρώνεται προσωρινά λόγω ακινησίας | |||
==Μέρος του Λόγου== | ==Μέρος του Λόγου== |
επεξεργασίες