Ξεκλείδωμα: Difference between revisions

m
Greeklish variables name replaced
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Ξεκλείδωμα (το) |etymologia= |simasiologia=η συνήθεια να ξεκλειδώνουν τα ερμάρια και πόρτε...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Ξεκλείδωμα (το)
   |acronym=Ξεκλείδωμα (το)
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia=η συνήθεια να ξεκλειδώνουν τα ερμάρια και πόρτες για να γεννήσει η γυναίκα, σε περίπτωση δύσκολης γέννας  
   |semantics=η συνήθεια να ξεκλειδώνουν τα ερμάρια και πόρτες για να γεννήσει η γυναίκα, σε περίπτωση δύσκολης γέννας  
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}


3,467

edits