3,467
edits
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Πρήσμαν (το) |etymologia= |simasiologia= πρήξιμο, φλεγμονή, οίδημα |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογ...') |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
(2 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym=Πρήσμαν (το) | |acronym=Πρήσμαν (το) | ||
| | |etymology= | ||
| | |semantics= πρήξιμο, φλεγμονή, οίδημα | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
Line 15: | Line 15: | ||
==Παραδείγματα== | ==Παραδείγματα== | ||
Θεραπεία: Κρεμμύδια κουπανιστά με άλας, κάνε έμπλαστρον με κουρούκλα και βάλε το στο οίδημα. «Αρκή βροσ̌ής ο άνεμος τζ̌αι του θανάτου πρίσμαν». φρ. | *Θεραπεία: Κρεμμύδια κουπανιστά με άλας, κάνε έμπλαστρον με κουρούκλα και βάλε το στο οίδημα. | ||
*«Αρκή βροσ̌ής ο άνεμος τζ̌αι του θανάτου πρίσμαν». φρ. = όπως ο άνεμος προηγείται της βροχής, έτσι και το πρίσμα –από κακή κυκλοφορία- προηγείται του θανάτου | |||
*«Η τζ̌οιλιά σου να πριστεί τζ̌αι να γίνει ταούλλιν» = να πάθεις ασκήτιδα π.χ. από αρρώστεια του συκωτιού – Κυπριακή Κατάρα | |||
==Μέρος του Λόγου== | ==Μέρος του Λόγου== |
edits