3,467
edits
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Στυλλομμαθκιάζω |etymologia= από το «στύλος» (κολόνα) και «μάτι» |simasiologia= πετάγοντα...') |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym=Στυλλομμαθκιάζω | |acronym=Στυλλομμαθκιάζω | ||
| | |etymology= από το «στύλος» (κολόνα) και «μάτι» | ||
| | |semantics= πετάγονται τα μάτια μου έξω, κυρίως από δύσκολη κατάποση και δυσκολία να πάρω αναπνοή | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
edits