Τσ̌εκκάρω: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Τσ̌εκκάρω |etymologia=από το Αγγλικό «check» |simasiologia= εξετάζω (τον άρρωστο) |proelefsi= }} __...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Τσ̌εκκάρω
   |acronym=Τσ̌εκκάρω
   |etymologia=από το Αγγλικό «check»
   |etymology=από το Αγγλικό «check»
   |simasiologia= εξετάζω (τον άρρωστο)
   |semantics= εξετάζω (τον άρρωστο)
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:59, 22 January 2024

Τσ̌εκκάρω
Ετυμολογία από το Αγγλικό «check»
Σημασιολογία εξετάζω (τον άρρωστο)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

από το Αγγλικό «check»

Σημασιολογία

εξετάζω (τον άρρωστο)

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις