Φλαουρκάζω: Difference between revisions
		
		
		
		
		
		Jump to navigation
		Jump to search
		
				
		
		
	
m (Greeklish variables name replaced)  | 
				m (Greeklish variables name replaced)  | 
				||
| Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη  | {{Λέξη  | ||
   |acronym= Φλαουρκάζω  |    |acronym= Φλαουρκάζω  | ||
   |  |    |etymology= από το «βλάβος/βλάβη»  | ||
   |  |    |semantics= ζαλίζομαι μετά από κτύπημα ή μετά από ζημιά ή βλάβη, όπως αισθάνομαι μετά από καρδιακή ή άλλου είδους προσβολή  | ||
   |  |    |origin=  | ||
}}  | }}  | ||
Latest revision as of 16:00, 22 January 2024
| Φλαουρκάζω | |
|---|---|
| Ετυμολογία | από το «βλάβος/βλάβη» | 
| Σημασιολογία | ζαλίζομαι μετά από κτύπημα ή μετά από ζημιά ή βλάβη, όπως αισθάνομαι μετά από καρδιακή ή άλλου είδους προσβολή | 
Ετυμολογία
από το «βλάβος/βλάβη»
Σημασιολογία
ζαλίζομαι μετά από κτύπημα ή μετά από ζημιά ή βλάβη, όπως αισθάνομαι μετά από καρδιακή ή άλλου είδους προσβολή
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Βλαουρκάζω
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
 - "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
 - "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
 
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις