Φόος: Difference between revisions

m
Greeklish variables name replaced
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Φόος (o) |etymologia= |simasiologia= ο φόβος (από ξάφνιασμα, κίνδυνο), όταν οι δυνάμεις των δα...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Φόος (o)
   |acronym=Φόος (o)
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia= ο φόβος (από ξάφνιασμα, κίνδυνο), όταν οι δυνάμεις των δαιμόνων εισέλθουν στον άνθρωπο και τον εξουσιάζουν. Ο κλονισμός ύστερα από ισχυρό τρόμο.
   |semantics= ο φόβος (από ξάφνιασμα, κίνδυνο), όταν οι δυνάμεις των δαιμόνων εισέλθουν στον άνθρωπο και τον εξουσιάζουν. Ο κλονισμός ύστερα από ισχυρό τρόμο.
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}


3,467

edits