Φάουσα: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
No edit summary
No edit summary
Line 3: Line 3:
   |Meaning= ο καρκίνος,ασθένεια.  
   |Meaning= ο καρκίνος,ασθένεια.  
   |Origin= από το αρχαίο φάγουσα
   |Origin= από το αρχαίο φάγουσα
   |Sources="Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου  
   |Sources=http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α, "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου  
}}
}}



Revision as of 10:10, 18 September 2014

Template:Word

Ετυμολογία

από το αρχαίο φάγουσα

Σημασιολογία

ο καρκίνος,ασθένεια/ χρησιμοποείται και ως κατάρα

Παραδείγματα

Φάουσα να βκάλεις!

Μέρος του Λόγου

Ουσιαστικό, γένους θυλικού

Συγγενικές Λέξεις

φαουσιάζω (καταβροχθίζω με λαιμαργία), το φαούσιασμαν, ο φαουσιάρης

Συνώνυμα