Αλοιμματάριν: Difference between revisions
		
		
		
		
		
		Jump to navigation
		Jump to search
		
				
		
		
	
 (Νέα σελίδα με '{{Λέξη   |acronym= Αλοιμματάριν (το)   |etymologia=   |simasiologia= ειδικό φάρμακο για οφθαλμικές παθήσεις, αγν...')  | 
				No edit summary  | 
				||
| Line 12: | Line 12: | ||
==Σημασιολογία==  | ==Σημασιολογία==  | ||
ειδικό φάρμακο για οφθαλμικές παθήσεις, αγνώστου περιεχομένου.    | |||
==Παραδείγματα==  | ==Παραδείγματα==  | ||
Revision as of 18:56, 5 March 2018
| Αλοιμματάριν (το) | 
|---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
ειδικό φάρμακο για οφθαλμικές παθήσεις, αγνώστου περιεχομένου.
Παραδείγματα
«Είχα πίζιλην τζ̌αι επήα στην χολιάστραν τζ̌αι έ[δ]ωκεμ μου αλοιμματάριν να βάλλω στα μμάθκια μου».
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
 - "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
 
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις