Αμολόητος: Difference between revisions
		
		
		
		
		
		Jump to navigation
		Jump to search
		
			
		
		
	
 (Νέα σελίδα με '{{Λέξη   |acronym= Αμολόητος (ο)   |etymologia=   |simasiologia= το πέος, επίσης και η παρωνυχία, και ο πόνος κοιλι...')  | 
			
(No difference) 
 | 
Revision as of 21:26, 8 March 2018
| Αμολόητος (ο) | 
|---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
το πέος, επίσης και η παρωνυχία, και ο πόνος κοιλιάς, ο εμετός (κυρίως μικρών παιδιών).
Παραδείγματα
«Ο μιτσής μου είσ̌εν αμολόητον τζ̌' εξέρναν ούλλη νύχτα».
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
 - "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
 
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις