Αμπάλατος: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αμπάλατος (ο) |etymologia= |simasiologia= ο μαλθακός στο σώμα, ανισόρροπος, δύστροπος, ανυπ...') |
(No difference)
|
Revision as of 21:28, 8 March 2018
Αμπάλατος (ο) |
---|
Ετυμολογία
από το αρχ. «απαλωτός»
Σημασιολογία
ο μαλθακός στο σώμα, ανισόρροπος, δύστροπος, ανυπάκουος.
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις