Αναμαλλιάρης: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αναμαλλιάρης (ο) |etymologia= |simasiologia= δυνατός πόνος, όπως κατά τη διάρκεια του τοκε...') |
(No difference)
|
Revision as of 21:40, 8 March 2018
Αναμαλλιάρης (ο) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
δυνατός πόνος, όπως κατά τη διάρκεια του τοκετού όταν ξεμπλέκονται τα μαλλιά της εγκύου.
Παραδείγματα
«Α Παναΐα μου, τζ̌' έχω πόνον αναμαλλιάρην».
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις