Ανακουτρεύκω: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ανακουτρεύκω |etymologia= |simasiologia= ερευνώ διεξοδικά |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== α...') |
(No difference)
|
Revision as of 21:44, 8 March 2018
Ανακουτρεύκω |
---|
Ετυμολογία
από το «κούτρα» = κεφαλή, δηλ. το ανακάτωμα των τριχών της κεφαλής για να ανακαλυφθούν οι ψείρες.
Σημασιολογία
ερευνώ διεξοδικά
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις