Αναντζ̌εμένος: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αναντζ̌εμένος (ο) |etymologia= |simasiologia= αρρωστημένος, αυτός που πάσχει από σοβαρή αρ...')
(No difference)

Revision as of 19:23, 15 March 2018

Αναντζ̌εμένος (ο)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

αρρωστημένος, αυτός που πάσχει από σοβαρή αρρώστια.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις