Αναουλιατός: Difference between revisions
		
		
		
		
		
		Jump to navigation
		Jump to search
		
			
		
		
	
 (Νέα σελίδα με '{{Λέξη   |acronym= Αναουλιατός (ο)   |etymologia=   |simasiologia= τάση προς εμετόν, ναυτία.   |proelefsi= }}  __TOC__  ==Ετυμο...')  | 
			
(No difference) 
 | 
Revision as of 19:26, 15 March 2018
| Αναουλιατός (ο) | 
|---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
τάση προς εμετόν, ναυτία.
Παραδείγματα
«Εις μίαν κούππαν γεμάτην νερόν κρύον, βάλε ολίγον μαραθόσπορον και πίετο και παύει η αναγούλιασις», φρ. (Μητροφάνους Ιατροσοφικόν).
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
αναούλα (η)
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
 - "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
 
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις