Άνεση: Difference between revisions
		
		
		
		
		
		Jump to navigation
		Jump to search
		
			
		
		
	
 (Νέα σελίδα με '{{Λέξη   |acronym= Άνεση (η)   |etymologia=   |simasiologia= η αναπνοή   |proelefsi= }}  __TOC__  ==Ετυμολογία==   ==Σημασιολογί...')  | 
			
(No difference) 
 | 
Revision as of 19:36, 15 March 2018
| Άνεση (η) | 
|---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
η αναπνοή
Παραδείγματα
«Εστούππωσεν ο λαιμός μου τζ̌αι εν παίρνω άνεσην».
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
 - "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
 
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις