Ανήμπλεπος: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ανήμπλεπος (ο) |etymologia= |simasiologia= ο τυφλός |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== από το «αμ...') |
(No difference)
|
Revision as of 19:41, 15 March 2018
Ανήμπλεπος (ο) |
---|
Ετυμολογία
από το «αμπλέπω»= βλέπω
Σημασιολογία
ο τυφλός,
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις