Ασταύρωτη: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ασταύρωτη (η) |etymologia= |simasiologia= λεχώνα που δεν «σταυρώθηκε» τρεις μέρες μετά τον...')
(No difference)

Revision as of 20:09, 23 March 2018

Ασταύρωτη (η)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

λεχώνα που δεν «σταυρώθηκε» τρεις μέρες μετά τον τοκετό όπως συνήθιζαν (δες «σταύρωμα»). Και γυναίκα που δεν είδε ακόμα περίοδο.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις