Άτσαλη: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Άτσαλη (η) |etymologia= |simasiologia= η γυναίκα που έχει την περίοδό της |proelefsi= }} __TOC__ ==Ε...')
(No difference)

Revision as of 20:24, 23 March 2018

Άτσαλη (η)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

η γυναίκα που έχει την περίοδό της

Παραδείγματα

Είναι αυστηρά κυπριακό έθιμο να απαγορεύεται η άτσαλη να επισκεφθεί ασθενή, διότι «τσιλλά τον άρρωστον»

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

«Ατσαλεύκουμαι» = γίνομαι άτσαλη, δηλ. έχω περίοδο.

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις