Βαθοπούττα: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βαθοπούττα (η) |etymologia= |simasiologia= χοντρή γυναίκα που κατά συνέπεια έχει και βαθύ...') |
(No difference)
|
Revision as of 20:54, 23 March 2018
Βαθοπούττα (η) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
χοντρή γυναίκα που κατά συνέπεια έχει και βαθύ «πούττο», αιδοίο.
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις