Βαϊλίζω: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βαϊλίζω |etymologia= |simasiologia= νοσηλεύω, περιποιούμαι ασθενείς |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμ...')
(No difference)

Revision as of 19:11, 26 March 2018

Βαϊλίζω




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

από τη λέξη «βάγια», η= γυναίκα που προσέχει το βρέφος.

Σημασιολογία

νοσηλεύω, περιποιούμαι ασθενείς

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις