Βαρκαρίζω: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βαρκαρίζω |etymologia= |simasiologia= είμαι στο στρώμα για καιρό |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολο...')
(No difference)

Revision as of 19:19, 26 March 2018

Βαρκαρίζω




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

από το «βαριά» και «γουργουρίζω»

Σημασιολογία

είμαι στο στρώμα για καιρό

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

«βαρκαρισμένος» = αυτός που δεν μπορεί να μιλά ή να περπατά λόγω αδυναμίας. Η Πρωτοπαπά (Έθιμα της γέννησης...) λέει ότι είναι από τη «βάρκα του Άδη».

Συνώνυμα

γαρκαρίζω

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις