Βαρκάρισμαν: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βαρκάρισμαν (το) |etymologia= |simasiologia= γεροντική καχεξία, καθώς και το ψυχομαχητό. |...') |
(No difference)
|
Revision as of 19:34, 26 March 2018
Βαρκάρισμαν (το) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
γεροντική καχεξία (δες «βαρκαρίζω»), καθώς και το ψυχομαχητό.
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
βαρκαρίζω
Συνώνυμα
βαρκαρισούρα, (η)
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις