Βασταρκά: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βασταρκά, (η) |etymologia= |simasiologia= ράβδος με την οποία στηρίζονται οι χωλοί. Η πατερ...') |
(No difference)
|
Revision as of 18:49, 29 March 2018
Βασταρκά, (η) |
---|
Ετυμολογία
από το «βακτηρία»
Σημασιολογία
ράβδος με την οποία στηρίζονται οι χωλοί. Η πατερίτσα, κυρίως από ξύλο.
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις