Βατσίνα: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βατσίνα, (η) |etymologia= |simasiologia= το εμβόλιο |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== από το Ιταλ...')
(No difference)

Revision as of 18:52, 29 March 2018

Βατσίνα, (η)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

από το Ιταλικό vaccino

Σημασιολογία

το εμβόλιο

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

«Βατσινάρω» = μπολιάζω, εμβολιάζω, καθώς και μεταδίδω αφροδίσιο νόσημα.

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις