Βοτάνιν: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βοτάνιν, (το) |etymologia= |simasiologia= το βότανο. |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==Σημασιο...') |
(No difference)
|
Revision as of 19:23, 1 April 2018
Βοτάνιν, (το) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
το βότανο.
Παραδείγματα
«Του Χάρου οι πληγές εν έχουσιν βοτάνιν» = ο θάνατος δεν μπορεί να θεραπευτεί.
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις